Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

Έγραψε για το "Φεύγω"...

... Η Ελένη Γκίκα

 

“Ποια Ρόζα είμαι τελικά;”



Θέλω... να βρω το κουράγιο να φύγω από τον Φλάβιο. Θέλω... να βρω το θάρρος να κάνω το ταξίδι που θα με φέρει πιο κοντά στον Νικόλα. Θέλω... να διαγράψω το παρελθόν μου, να αδιαφορίσω για το μέλλον μου, να ζήσω μόνο το παρόν μου.
Να φύγω θέλω!”
Με τον, αν και σαφή, εν τέλει, παραπλανητικό τίτλο “Φεύγω”, η συγγραφέας και μεταφράστρια Κώστια Κοντολέων, στο καινούργιο της μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε στην καινούργια λογοτεχνική σειρά των εκδόσεων “Ψυχογιός”, υπογράφει ένα σχεδόν αρχετυπικό γυναικείο πρόσωπο- ρόλο.
Στις σελίδες του, η Ρόζα σε πρώτο και τρίτο πρόσωπο, εξομολογητική άλλοτε, γεμάτη ενοχές αλλά και βαθιές, παθιασμένες επιθυμίες, κι άλλοτε καθωσπρέπει, συνετή και τριτοπρόσωπη, ενώνει τους εαυτούς τους και περνοδιαβαίνει στους άλλους και στον χρόνο.
Θέλει να μείνει κοντά του μα και να φύγει μακριά του.
Θέλει... Τι ακριβώς θέλει η Ρόζα;”
Αναζητώντας την πιο βαθιά της επιθυμία, τον εαυτό που αγνοεί μα ωστόσο στην ανικανοποίητή της τάση για φυγή, διαρκώς εν τούτοις, τον κουβαλάει.
Κόρη γιατρού ήταν κι έπρεπε να δίνει το καλό παράδειγμα, να γυρνάει πριν από τις εννιά το βράδυ στο σπίτι, γιατί έτσι έκαναν τα καλά και ηθικά κορίτσια, αργά στους δρόμους γυρνάνε μόνο κάτι ξετσίπωτες ελευθερίων ηθών, ήταν η μόνιμη επωδός της μάνας της”...
Ξεδιπλώνοντας τη ζωή σχεδόν από την αρχή που άρχισε να κατανοεί την διχασμένη, φιλελεύθερή της ύπαρξη, πηγαινοέρχεται ανάμεσα στην όντως Ρόζα και στη Ρόζα των άλλων:
Δεν έμαθαν ποτέ το διχασμό της σε δυο προσωπικότητες που αντιμάχονταν η μια την άλλη”. Βιώνοντας έναν διαρκές προσωπικό της αθέατο πόλεμο, αποτυγχάνει στις σπουδές, εξάλλου, κι αυτές υπήρξαν επιθυμία των άλλων, ερωτεύεται και εμπιστεύεται και πάλι τον εαυτό της ολόκληρο και την
ερωτική αγωγή της” στον Φλάβιο, που είναι εξαπατητικά η επανάστάση της στους άλλους. Ζωγράφος, ό,τι δεν θα ήθελε το μεσοαστικό σπίτι της. Εκείνη που υπήρξε συνάμα και η άλλη, “συνετή και υπάκουη Ρόζα, εκείνη που ήταν το καμάρι των γονιών της”. Μπαινοβγαίνοντας στην όντως Ρόζα και στη σκιά, που ποτέ της δεν εγκατάλειψε. Στήνοντας παιχνίδια και στον ίδιο τον εαυτό της, εξάλλου σε μας είναι που λέμε πάντα, το μεγαλύτερο ψέμα.
Με οξυδερκή και άκρως εικαστική δομή, όπως ταιριάζει στη ζωή που ολοκληρώνεται όταν γίνεται τέχνη και στον δημιουργό ήρωά της που καταδυναστεύει με την ασφυκτική του αγάπη την Ρόζα, η Κώστια Κοντολέων, χωρίζει την ιστορία της σε πέντε κεφάλαια – πίνακες: Η Ρόζα ερωτευμένη (κάρβουνο), Η Ρόζα παντρεμένη (ακουαρέλα), Η Ρόζα μόνη (λάδι), Η Ρόζα κι εγώ (γλυπτό από σίδερο, πέτρα κι οστά, που ΑΝΗΚΕΙ. Και εντέλει Η Ρόζα φεύγει.
Με ύφος άλλοτε ονειρικό, εξομολογητικό και ποιητικό, στα πρωτοπρόσωπα κεφάλαια όπου η Ρόζα, επιθυμεί, παθιάζεται, προσπαθεί, θέλει να φύγει, εγκλωβίζεται κι αμφιβάλλει, κι άλλοτε ρεαλιστικό με θεατρικούς διαλόγους και ψυχαναλυτικούς χαρακτήρες, η συγγραφέας “παίζει” με την φυγή, τολμά, θέλει την ηρωίδα της να πηγαινοέρχεται, να αγγίζει τα όριά της, να αμφισβητεί, να στήνει παιχνίδια στην ίδια της τη ζωή, ναι να μπερδεύει την επανάσταση με την υποταγή, την εντροπία με την μανία της για φυγή, σε κεντρομόλο κίνηση αλλά και φυγόκεντρη διαρκώς αντιφατική, γλυπτό να γίνεται στην σκηνοθετική μανία του Φλάβιο.
Φυσικά, όλα αυτά καθόλου... αβρόχοις ποσί:
Η Ρόζα ξαφνικά σκιρτά. Κατανοεί το παιχνίδι που ο ίδιος της ο εαυτός την είχε κάνει να παίζει εδώ και μήνες...
Ναι, ήταν σχεδόν σίγουρη πως ο Νικόλας θα γινόταν το άλλοθί της για το ξεστράτισμα- παροδικό ή μόνιμο;- από την καταθλιπτική ατμόσφαιρα του σπιτιού της. Η απαρχή μας παρτίδας για δύο συν έναν παίχτες, με άγνωστη διάρκεια, αμφίρροπη εξέλιξη, απώλειες ή κέρδη”...
Τα ιντερμέδια, εμμονικά και φυσικά, διαρκή:
Έφευγε από τον Φλάβιο- έφευγε;- για να γυρίσει στον Νικόλα- γυρνούσε;”
Οι αμφιβολίες και η εσωτερική αναζήτηση, όμοια, σε κάθε στιγμή:
Ποια Ρόζα είμαι τελικά; Αυτή που φώναζε στο λεωφορείο για το Καρπενήσι “Αφήστε με να κατέβω” ή η άλλη, που απαιτούσε να μείνω και να επιστρέψω στον Φλάβιο;
Μια τρίτη Ρόζα, που δεν μπορεί ή δε θέλει να βάλει όρια στη ζωή της;”
Η Κώστια Κοντολέων, κατορθώνει, τελικά, να υπογράψει ένα υποδειγματικό μυθιστόρημα για την αλήθεια και την ψευδαίσθηση του έρωτα, αλλά πάνω απ' όλα για την αντιφατική γυναικεία φύση, για τα προσωπεία και το πρόσωπο που φορτώνεται μια γυναίκα από παιδί, για την ελευθερία που είναι κατάσταση εσωτερική και γι' αυτό τόσο δύσκολα κατακτιέται από τους πάντες.
Το αποτέλεσμα, η αιώνια γυναικεία κραυγή. Να μην ανήκει αλλά να διεκδικεί συνεχώς η ίδια την ίδια της τη ζωή και ο έρωτας που είναι κατάκτηση ολοκληρωτική, η ζωή και το ερωτικό πάθος που γίνεται τέχνη.



Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής, 10/4/2011

Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Έγραψε για το ΄΄Φεύγω΄΄...

...η Γεωργία Γαλανοπούλου


Χρόνια τώρα μεταλαβαίνω το τάλαντό σου το συγγραφικό, μέσα από τις αψεγάδιαστες λογοτεχνικές σου μεταφράσεις (που έχουν περάσει πια τη μισή εκατοντάδα) αλλά πρωτίστως μέσα από τα δικά σου τα έργα, τα αξιοσημείωτα και τα αξέχαστα.  «Τα  χρόνια του Δράκου» και «Το Κίτρινο Φουστάνι», αφηγήματα με ξεχωριστή προσωπικότητα.   «Το Χάρτινο Σπέρμα», τόσο λιτό και σύνθετο συνάμα μυθιστόρημα.  Το «Σιγανά Σιγανά Πατώ στη Γη», αριστοτεχνικά υφασμένα διηγήματα με μια αέρινη, αχειροποίητη σχεδόν γραφή.  Γραφή γεμάτη δύναμη, μαγική και αξέχαστη.  Και που προβάλλει πάλι ενήλικη και μεστή μέσα από το νεότευκτό σου «Φεύγω».  Παραδίνομαι λοιπόν ξανά στη δύναμη του γραπτού σου λόγου, παρασύρομαι από τα ρεύματα των εσωτερικών μονολόγων της ηρωίδας σου.  Κλυδωνίζομαι στη δύνη των εσωτερικών της συγκρούσεων, των αντιθέσεων, των αναβολών και των αμφιταλαντεύσεων.   Ψηλαφίζω τις αιχμές του ψυχογραφικού της διαγράμματος.  Βυθίζομαι απνευστί στους δαιδάλους της πολυσύνθετης συνείδησής της.   Και μόνο στην αρχή του προτελευταίου κεφαλαίου, εκεί που η παράθεση της ρήσης του Ντύρερ –ως μότο-- προετοιμάζει την κορύφωση και την έξοδο, αναδύομαι ν’ αναπνεύσω και ν’ αφουγκραστώ την «κραυγή»  που αφήνει πίσω της η αναπόφευκτη σύγκρουση του δίπολου «έρως- θάνατος», η μετουσίωσή του σε  έργο τέχνης.  Και  λυτρώνομαι. 
Το μοτίβο της φυγής είναι τόσο παλιό, έχει σχεδόν την ηλικία της ίδιας της λογοτεχνίας.  Όμως, αυτή εδώ η φυγή της Ρόζας --και του Φλάβιου Κομνηνού-- μέσα από τη δική σου τη νουβέλα έχει το δικό της  χαρακτήρα.  Ξεχωρίζει όχι τόσο γιατί η έκβασή της διαφέρει και εκπλήσσει, αλλά γιατί μέσα από μία αφηγηματική ατμόσφαιρα που θυμίζει τεχνικές ιμπρεσιονιστών ζωγράφων αφήνει περιθώρια στον αναγνώστη να ερμηνεύσει πέρα από τα όρια του αφηγήματος.  Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στα δύο τελευταία κεφάλαια της νουβέλας είναι η επιστράτευση της τεχνικής του «progression deffet», δηλαδή η επιτάχυνση της αφηγηματικής ροής,, η συμπύκνωση της εναλλασσόμενης αφήγησης, η κορύφωση της οικονομίας του λόγου, ή αύξηση των νοηματικών ελλειμμάτων.  Όλα αυτά, πιστεύω, για χάρη του αναγνώστη.  Του αναγνώστη που καλείται «να δει» και «να ακούσει» ο ίδιος μέσα από τη δύναμη της λέξης.  Και που φυσικά καλείται να δώσει τη δική του ερμηνεία στην  τελική σπαραχτική προφορά του ρήματος  «φεύγω» από την  ηρωίδα.  «Φεύγω», που μπορεί να σημαίνει  «χάνομαι», «λυτρώνομαι», «μετουσιώνομαι» αλλά και «αρχίζω πάλι». 
Καλοτάξιδο και καλότυχο!