Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Σιγανά, σιγανά… γράφοντας



Η Κώστια Κοντολέων μιλά ‘εκ βαθέων’ για τη συλλογή διηγημάτων της
«Σιγανά, σιγανά πατώ τη γη»
Εκδόσεις Έναστρον

Αυτοί που μνημονεύουν κι αυτοί που μνημονεύονται είναι οι ζωντανοί, είπα και βάλθηκα να εξιστορήσω τα πάθη των προγόνων των Μικρασιατών κι έφτασα ως τα σήμερα, και βγήκαν τα στοιχειά και ζητούσαν το δικό τους μερίδιο από το κισμέτ των ανθρώπων, από το ξεριζωμό και την νοσταλγία τους, για τις πατρίδες που άφησαν πίσω τους, για κείνες που πρόσμεναν να ριζώσουν.  
   Χώθηκα στις ατομικές ιστορίες ανθρώπων που έζησαν κάποτε ανάμεσα σε αγαπημένα πρόσωπα, που είχαν όνειρα κι ελπίδες, που φλέγονταν από πάθη και οράματα, ως τη στιγμή που η λαίλαπα του πολέμου ήρθε και τους σάρωσε.  Προσπάθησα να τις ανασυνθέσω «με λογισμό και μ’ όνειρο» και να τους ξαναδώσω, με το ζωογόνο φιλί της τέχνης, την αληθινή ή την αληθοφανή τους υπόσταση.  Έπλασα τους χαρακτήρες των ηρώων μου και τους άφησα να ζήσουν ή να χαθούν με το δικό τους τρόπο, με το δικό τους πεπρωμένο.
    Μέσα σ’ αυτό το κλίμα και μ’ έναν ολότελα προσωπικό και ιδιόμορφο τρόπο, γράφτηκαν οι έντεκα ιστορίες του βιβλίου μου «Σιγανά, σιγανά πατώ τη γη», που από τον τίτλο ακόμη προϊδεάζει τον αναγνώστη για μια απόπειρα μετάβασης από την φαντασίωση στο γήινο, σε μια γλώσσα που ταιριάζει στα παραμύθια, γιατί πιστεύω πως ένα από τα ουσιαστικότερα στοιχεία που μας κληροδότησαν οι Μικρασιάτες είναι η αξία και η διαχρονικότητα του μύθου.
   Κυρίαρχα θέματα όπως ο ξεριζωμός, η νοσταλγία, ο τρόμος, όσα φοβερά είδαν τα μάτια τους, τα πάθη τους και ο Νόστος, υπήρξαν η αστείρευτη πηγή της έμπνευσης μου.  Ιστορίες ανθρώπινες, γεμάτες αναμνήσεις και αισθήματα, έρωτες και θλίψη, απώλειες μέχρι το θάνατο, διατρέχουν τα τοπία της ανθρώπινης περιπέτειας, για να ανασύρουν αβρά και διακριτικά όχι τον αχό της μάχης και τις κραυγές νικητών και ηττημένων, αλλά τον λυγμικό ψίθυρο των απλών εκείνων ανθρώπων, με τις ακόμα πιο απλές ιστορίες, τις σχεδόν καθημερινές, για να συλλέξουν τα δάκρυα της αμετάκλητης απουσίας, για να αποτυπώσουν στη μνήμη τα πικρά χαμόγελα των χαμένων ελπίδων.
    Μορφές, χώροι και καταστάσεις διαπλέκονται, χάνουν το σταθερό, λογικό περίγραμμα τους και περνάνε στο χώρο του παραμυθιού, του παλιού εκείνου παραμυθιού που δεν τέλειωνε ποτέ, γιατί το καθένα άρχιζε από εκεί που τέλειωνε το προηγούμενο.  Περνάνε στο χώρο του τραγουδιού, του μακρόσυρτου, λυπητερού, ανατολίτικου τραγουδιού, που δένεται κόμπος στο λαιμό.
     Προσπάθησα ο αναγνώστης μου να έχει έντονη την εντύπωση της ζωντανής επαφής με τους ήρωες, που λίγο πολύ αυτός τους οικειοποιείται.  Θα ήθελα να αισθάνεται την αναπνοή τους δίπλα του, καθώς «σιγανά σιγανά» περνούν μέσα στην δική του πραγματικότητα με βήματα αθόρυβα, σιωπηλά αλλά σταθερά.  Εξαντλώντας από έναν ολόκληρο θησαυρό συναισθημάτων με πρωταρχικό εκείνο της νοσταλγίας του παλιού, της πατρίδας που χάθηκε αλλά μένει στη μνήμη σαν παραμύθι με νεράιδες και στοιχειά, η μυθοπλασία γίνεται συνώνυμη της αλήθειας, ένα συστατικό της ίδιας της ζωής, όπου δεν χρειάζεται τίποτε να επιβεβαιωθεί για να γίνει πιστευτό.  Οι άνθρωποι πάντα θα έχουν την ανάγκη να πιστεύουν  σε νεραϊδογεννημένους, όταν γίνονται αιχμάλωτοι μιας μοίρας που φαίνεται απίστευτη, αιχμάλωτοι μιας τέχνης που κεντά τις συμφορές τους-και από ένα σημείο και μετά δεν έχει σημασία σε ποιον ανήκουν αυτές.  Σ’ όλα τα κείμενα πρωταγωνιστούν γυναίκες που βιώνουν το πάθος-τον έρωτα, τη μητρότητα, την προσφυγιά, την αρρώστια, την ελπίδα-που βιώνουν το πάθος με μια διάθεση μεταφυσική και όμως απόλυτα γήινη.  Μια μικρασιάτικη, κατά την άποψη μου, διάθεση.   Ποιας υφής δυναμισμό διαθέτει το μικρασιατικό στοιχείο ώστε να μπορεί να επιζεί μέσα στα χρόνια και να αντέχει κοινωνικές και πολιτιστικές αλλαγές;
    Μέσα από το συγκεκριμένο βιβλίο προσπάθησα να δώσω μια απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα.  Είναι μια άποψη που στέκεται στη μαγεία, στο όνειρο, στο κέφι και στο δυναμισμό που κρύβανε μέσα τους οι γυναίκες που είχαν την τύχη να γνωρίσουν ως γενέθλιο τόπο κάποιο μικρασιατικό παράλιο.

                 

"Σιγανά, σιγανά πατώ τη γη"

Γράφει ο Δημήτρης Στεφανάκης



Η επέκταση της συντομίας υπήρξε ανέκαθεν ο κρυφός πόθος όλων των διηγηματογράφων, όπερ σημαίνει ότι σε κάθε συλλογή διηγημάτων θα πρέπει κανείς να αναζητά πάντα το συνδετικό στοιχείο που επεκτείνει την αφηγηματική τους δυναμική.
Οι έντεκα ιστορίες που πλέκει η Κώστια Κοντολέων υπό την πολυσημία του τίτλου Σιγανά, σιγανά πατώ τη γη παραπέμπουν σε κόσμο επινοημένο εξαρχής αλλά και σ' ένα διηνεκές παραμύθι που οι απαρχές του χάνονται στα αφηγηματικά βάθη της Ανατολής.
Υπάρχει ένας κοινός αφηγητής που τις αναρίθμητες μεταμορφώσεις του διαβάζουμε στις μικρές αυτές ιστορίες. Οι φαινομενικά ανεξήγητες δρασκελιές του σε μια αφηγηματική επικράτεια που δεν ορίζεται από την συγγραφέα, στοχεύουν κυρίως στην ανάγκη των ανθρώπων να συνθέτουν μύθους προεκτείνοντας στο άπειρο την πραγματικότητα.
Οι αφηγήσεις της Κοντολέων ικανοποιούν την ανάγκη μας να συμμετέχουμε στο μυστήριο της μυθοπλασίας ακολουθώντας τις αντανακλάσεις της. Διαβάζοντας τις έντεκα αυτές νησίδες μία προς μία επιστρέφουμε στον κυκλοτερή κόσμο των παραμυθιών, στις «χίλιες και μία νύχτες» που κρύβουμε μέσα μας. Οι πολυσύλλαβοι τίτλοι και οι ήρωες-ξωτικά μας κατακλύζουν, μας συνεπαίρνουν, σχεδόν μας αποπλανούν. Η πρώτη ανάγνωση δημιουργεί ένα στρώμα εντυπώσεων που σαρώνει η δεύτερη. Η εξίσωση του θανάτου με τον έρωτα είναι μια γνώριμη συνήθεια για την Κοντολέων. Η συγγραφέας παρουσιάζει τις ιστορίες της με πολυπρισματικό τρόπο σαν να θέλει εκ των προτέρων να ταυτιστεί με τον εκάστοτε αναγνώστη. Στο τέλος βέβαια αφήνει το στίγμα της δικής της εκδοχής όπως το άρωμα που αφήνεται σκόπιμα σ' ένα ερωτικό γράμμα.
Είτε ως έκφανση μαγικού ρεαλισμού είτε ως παραλήρημα που ξορκίζει το μύθο, η Κοντολέων αποδεικνύει πως το διήγημα είναι πρώτου βαθμού συγγενής με το παραμύθι. Ξεχωρίζω τη Ραχήλ, τη λουτράρισσα που φιγουράρει ως η βεντέτα του βιβλίου στο εξώφυλλο αλλά αφουγκράζομαι ευχάριστα την εξαερωμένη παρουσία της Αυρόχαρης ή της Μάγιας-Κλαυδίας.
Με αυτά και μ' αυτά η Κοντολέων εισηγείται ένα κόσμο γιγαντωμένης δράσης, κόσμο καλειδοσκοπικό. Δεν αφηγείται απλώς, μας προσκαλεί να ολοκληρώσουμε τις ιστορίες της μέσα από την ανάγνωση, να διασταυρώσουμε τους μύθους και τα πρόσωπα, να βγούμε έξω από την ασφάλεια του αναγνώστη-κριτή, και να μετεωριστούμε στο ανησυχαστικό σύμπαν των αμφιβολιών που γεννά πάντα η λογοτεχνία.

Αντιπαραβάλλοντας την αναγνωστική μου εμπειρία με εκείνη των κριτικών που προλογίζουν το βιβλίο, δεν ξέρω αν πρόκειται απλά για αιρετικούς έρωτες «ένθεων όντων», που μας καθηλώνουν «με τη δύναμη που έχει το ξόρκι» και μας μεταφέρουν «από τον υπερφυσικό κόσμο των θρύλων της Ανατολής στο κλειστό σύμπαν της γραφής». Προσωπικά θα δανειζόμουν απλά τον τίτλο του πρώτου διηγήματος και θα χαρακτήριζα το όλο εγχείρημα ως «κέντημα στη θάλασσα του εξωπραγματικού».


Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Το "Φεύγω" στα Χανιά

Παρουσίαση του μυθιστορήματος από την φιλόλογο Βίκυ Κόλλια, στα Χανιά, Βιβλιοπωλείο Πελεκανάκη
(Φεβρουάριος 2012)


«Υπάρχουν μάγια που κρατάνε για πάντα;», αναρωτιέται η Κώστια Κοντολέων. Υπάρχουν, άραγε; Ο έρωτας, αυτή η μαγική και υπέροχη αίσθηση είναι ουτοπική; Αυτός για τον οποίο έχουν χυθεί τόνοι από μελάνι και έχουν δακρύσει χιλιάδες μάτια.
Λύτρωση ή ματαίωση; Ελευθερία ή δουλεία; Η ηρωίδα είναι παιδί της φυγής. Αναζητώντας την εσωτερική γαλήνη της ένα παιδί, μια έφηβη μεγαλώνοντας στην Ελλάδα του ’70 του συντηρητισμού, του αυταρχισμού, του καθωσπρεπισμού και της υποκρισίας αρνείται να συμβιβαστεί με οποιαδήποτε ηθικότροπη επιταγή και αποπειράται να επαναστατήσει.
Μικρές επιτυχείς ή όχι επαναστάσεις, δίνουν το προφίλ μιας γυναίκας που επιδιώκοντας την κατάκτηση της προσωπικής της ελευθερίας, συμβιβάζεται ασυλλόγιστα και παρορμητικά με καταστάσεις και πρόσωπα που της δείχνουν το προσωπείο και όχι το πραγματικό τους πρόσωπο.
Η εναλλαγή πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης αφηγήτριας-ηρωίδας και αμέτοχου αφηγητή αποδεικνύεται ιδανική επιλογή που διατηρεί  αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Συρραφή σκέψεων και συναισθημάτων από τη ζωή της ηρωίδας που σκόπιμα φαίνονται κάποιες φορές άτακτα, προσανατολίζουν τον αναγνώστη περισσότερο σε μια ακουστική παρά αναγνωστική εμπειρία. Σκέπτεται δυνατά η Ρόζα και οι συλλογισμοί της ηχούν δυνατά στα αυτιά μας.
Ακολουθεί ο αφηγητής που δίνει κινηματογραφικό τόνο στο μυθιστόρημα το οποίο είναι απαλλαγμένο από γλωσσικά στολίδια, γεωγραφικό προσανατολισμό και περίπλοκους ήρωες.
Αφήνει τον αναγνώστη να φανταστεί τα στοιχεία που συνθέτουν αυτό το ταξίδι στο χρόνο, το οποίο πραγματοποιείται με συνεπιβάτιδα τη Ρόζα.
Δίπλα της μορφοποιούνται, καθώς παίρνουν ζωή από αυτήν ο Φλάβιος και αργότερα ο Νικόλας.
Ο αναγνώστης, ενώ φαινομενικά εμφανίζεται ελεύθερος να σχηματίσει την προσωπική του άποψη για τους δυο συμπρωταγωνιστές, τελικά καθοδηγούνται τεχνηέντως από τη Ρόζα που τα συναισθήματά της είναι οικοδομημένα στη δική της λογική.
Οι άντρες για τη Ρόζα είναι παράλληλα ιδανικοί και τρωτοί, θύτες και θύματα, ευαίσθητοι και σκληροί, εγωιστές και δοτικοί. Τους προσεγγίζει μα λανθάνουσα μητρότητα καθώς έχει η ίδια αποφασίσει να μη φέρει στον κόσμο παιδί. Μετατρέπονται σε μάνα και ερωμένη για κάθε σύντροφό της, ίσως για να καλύψει τα εσωτερικά της κενά. Έτσι, ακόμα κι όταν απογοητεύεται από τον Φλάβιο δεν παύει να νοιάζεται για κείνον, δείχνοντάς του μια απροσδιόριστη, περίεργη και ακατανόητη στοργή.
Άλλωστε, κάποτε ήταν ο άνθρωπός της. Λέει κάπου ”όχι δεν ήθελε να φύγει”, ”αλλά δεν ήθελε με τίποτα να φύγει”, ”αλλά δε σκεφτότανε να φύγει”. Όσο χρησιμοποιεί την άρνηση αποδοχής της ήττας της ως επιχείρημα, η Ρόζα προετοιμάζεται για την επόμενη φάση της ζωής της.
Ο ιδανικός σύντροφος δεν είχε φανεί. Για πολλοστή φορά αποτυχία. Μόνο που ο γάμος, η αναγκαστική αποδέσμευση και η αδυναμία αποχώρησης και παραδοχής του λάθους, κάνει την απογοήτευση να φαίνεται ακόμα πιο έντονη.
Η Ρόζα όπως αναφέρει η συγγραφέας μας ήθελε να έχει την επολογή της φυγής κι ας μην έφευγε.
Εκείνος ο Νικόλας είναι ”το όχημα της φυγής” και της λύτρωσής της. Η Ρόζα μαζί του σπάει το κουκούλι της και το σκάει σα νύμφη που αναζητά να γνωρίσει τον κόσμο έξω από τη φυλακή της.
Ο Φλάβιος είναι η φυλακή και ο Νικόλας η ελευθερία; Ούτε εκείνη το γνωρίζει. Τα βήματά της προς την ελευθερία γίνονται δειλά και διστακτικά ενώ ο γυρισμός στον νόμιμο σύντροφό της παρουσιάζεται διαρκής και δικαιολογημένος.
Είναι τελικά ευλογία ή κατάρα να συναντά κάποιος την ευτυχία έστω και καθυστερημένα;Υπάρχουν πραγματικά διλήμματα ή ψευδοδιλήμματα στις προσωπικές σχέσεις;
Για τη Ρόζα, ο Φλάβιος παρά τις ιδεολογικές τους διαφορές και την μεγάλη συναισθηματική τους απόκλιση, είναι το καταφύγιό της.
Φυγή, καταφύγιο.
Πως μετατρέπεται τελικά το θύμα σε θύτη; Πόσο αχνά και αδιόρατα είναι τα σύνορα που χωρίζουν το καλό από το κακό και ποιος βασανίζεται τελικά περισσότερο; Εκείνος που φεύγει ή εκείνος που μένει; Τι είναι πιο μεγαλειώδες στη ζωή, να ονειρεύεσαι ή να ζεις τα όνειρά σου;
Το πάθος του Φλάβιου δεν ήταν αρκετό να την κρατήσει. Απόδειξη πως ο έρωτας όταν εκφράζεται μόνο με πάθος δεν έχει διάρκεια.
Η ηρωίδα μας αποκαθηλώνει τον σύζυγό της για να μπορεί όπως λέει να τον ανυψώσει ξανά.
Αυτό το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι συνεχίζεται σε όλο το μυθιστόρημα προκαλώντας στον αναγνώστη έντονους συναισθηματικούς κραδασμούς.
Η Κ. Κοντολέων δικαιολογημένα γνωρίζει και περιγράφει επιτυχημένα και ευαίσθητα κάθε πτυχή της γυναικείας φύσης και σκέψης ενώ παράλληλα απομυθοποιεί και την ανδρική παρουσία στη ζωή μιας γυναίκας.
Ο άνδρας-πατέρας, σύζυγος, φίλος εραστής…
Όσο καλά κατέχει η γυναίκα η συγγραφέας μέσα από τη Ρόζα της μαθαίνει ίσως και η ίδια ή διαπιστώνει πόσο καλά γνωρίζει τον άνδρα.
Προσωπικά για μένα, η μεγάλη αποκάλυψη αυτού του μυθιστορήματος είναι οι άγνωστες πτυχές της ανδρικής ψυχολογίας. Μέσα από τη σκιαγράφηση δυο δυνατών προσωπικοτήτων, του Φλάβιου και του Νικόλα, παρουσιάζονται ισχυρά αντίθετα πρότυπα ανδρικής παρουσίας.
Ο σκληρός, έντονος, εμπαθής, αδιάφορος για την ψυχή της Ρόζας, Φλάβιος, που η καλλιτεχνική του φύση υπαγορεύει τον αυτοεγκλεισμό του στον κόσμο της αμφιβολίας, της ζήλιας, της μοναξιάς.
Στον αντίποδα, ο νεαρός Νικόλας, που η ηλικία του συμπορεύεται με τον ενθουσιασμό του, την αβίαστη έκφραση των συναισθημάτων αλλά και των αδυναμιών του. Η φυγή προσωποποιείται για τη Ρόζα στο πρόσωπό του.
Η αυταπάτη παραμονεύει σε κάθε βήμα προς την ελευθερία.
Φυγή ή συμβιβασμός; Αλήθεια ή ουτοπία; Η Ρόζα οδεύοντας προς την ελευθερία της που νόμισε πως ήταν ο Νικόλας, ανακαλύπτει πόσο αληθινό, αν και σκληρό, ήταν αυτό που είχε.
”Δίβουλη και δίγνωμη”: Με αυτά τα ομηρικής βαρύτητας επίθετα προσδιορίζει τους κρυφούς πόθους και τις φανερές αναζητήσεις της ηρωίδας της, η Κ. Κοντολέων, δίνοντας το εναρκτήριο λάκτισμα σε μια σειρά από συλλογισμούς αλληλένδετους, αντικρουόμενους, λογικούς αλλά και επικίνδυνους.
Απευθύνεται στους αναγνώστες της με μια τρυφερότητα μοναδική και μέσα από ένα κείμενο γραμμένο στα ακροδάχτυλα, αέρινο σχεδόν και παράλληλα αρκετά γήινο, ζητά αγωνιωδώς να συμπορευθούν και νοερά να αναζητήσουν μαζί της απαντήσεις ζωής.
Το ”φεύγω” ξεχωρίζει, εφόσον είναι ένα μυθιστόρημα ψυχής. Μπορούν τα δυο φύλα να συνυπάρξουν αρμονικά; Να υποτάξουν τις διαφορές και να αναδείξουν την ουσία αφού την ανακαλύψουν;
Το ”φεύγω” γράφτηκε για να δώσει απαντήσεις και να εγείρει ερωτήματα, με μοναδικό στόχο τη λύτρωση και την κατάκτηση της προσωπικής ευτυχίας. 

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Συνεχή 'φευγιά', συνεχείς αλλαγές


Κώστια Κοντολέων: “Χρειάζεται τόλμη για να πεις ‘φεύγω’ από αυτό που σε κάνει να ασφυκτιάς”
Δημοσιεύθηκε στις: 13-02-2012 στην εφημερίδα Χανιώτικα Νέα
'Είναι μεγάλη απόφαση να αφήσει κανείς το παρελθόν όταν ασφυκτιά μέσα σε αυτό και δεν μπορεί να το αλλάξει προς το καλύτερο', επεσήμανε η γνωστή μεταφράστρια και συγγραφέας Κώστια Κοντολέων, κατά την παρουσίαση του νέου της μυθιστορήματος 'Φεύγω' (εκδόσεις 'Ψυχογιός'), που πραγματοποιήθηκε στο βιβλιοχαρτοπωλείο 'Πελεκανάκη'.
Πρόκειται για ένα σύγχρονο βιβλίο, ένα ταξίδι «αυτεπίγνωσης», που ο μονολεκτικός τίτλος του υποδηλώνει την έξοδό της ηρωίδας από τη «φυλακή που έκτισε η ίδια γύρω από τον εαυτό της.
Οπως επεσήμανε η κα Κοντολέων στα «Χ.Ν.», οι περισσότεροι άνθρωποι κτίζουμε οι ίδιοι τις φυλακές, τα τείχη γύρω από τους εαυτούς μας, με υλικά που εξορύξαμε από τις δικές μας ψυχές, άλλοτε για να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες των άλλων κι άλλοτε γιατί παγιδευόμαστε σε μια ψευδαίσθηση που μας καταστρατηγεί και μας καταδυναστεύει. Ωσπου ο χρόνος, ο μεγάλος κριτής, έρχεται να μας αποκαλύψει την αλήθεια, όσο οδυνηρή κι αν είναι αυτή.
«Ο τίτλος του βιβλίου συμπυκνώνει όλη την ιστορία του μυθιστορήματος. Και αυτό το 'φεύγω' είναι πολυσήμαντο, διότι η ηρωίδα μπορεί να φεύγει γιατί έχει ελπίδα για κάτι άλλο ή ίσως μπορεί να ψάχνει τη δική της προσωπική ελευθερία», ανέφερε η γνωστή συγγραφέας, την οποία για το νέο της βιβλίο ενέπνευσε, όπως είπε, ένας θρύλος από κάποιο παλιό δημοτικό τραγούδι. «Το τέλος του μυθιστορήματος, που είναι μια μεγάλη ανατροπή, συμβολίζει το τέλος του θρύλου. Γι’ αυτό και θεωρώ πως πρόκειται για μια ερωτική ιστορία που τελικά γίνεται Τέχνη», σημείωσε.
«Οσο δύσκολο είναι να πούμε φεύγω, άλλο τόσο εύκολο είναι. Απλώς πρέπει να τολμήσει κανείς να το πει. Ολοι στήνουμε γύρω μας τείχη, περιχαρακωνόμαστε μέσα σε αυτά για να νοιώθουμε ασφαλείς. Κάποια στιγμή, όμως, ασφυκτιούμε και τότε θα πρέπει να γκρεμίσουμε τα τείχη αυτά. Κι αυτό δεν είναι φυγομαχία, αλλά η ύψιστη ενέργεια ελευθερίας. Γιατί είναι μεγάλη απόφαση να αφήσει κανείς το παρελθόν, όταν ασφυκτιά μέσα σε αυτό και δεν μπορεί να το αλλάξει προς το καλύτερο», υπογράμμισε η κα Κοντολέων.
Για το βιβλίο μίλησε η φιλόλογος Βίκυ Κόλλια, ενώ αποσπάσματα διάβασε ο γνωστός συγγραφέας παιδικών βιβλίων Μάνος Κοντολέων. «Το 'Φεύγω' είναι ένα βιβλίο σύγχρονο, ένα μυθιστόρημα ψυχής και νομίζω ότι καθένας μας είτε μικρός είτε μεγάλος μπορεί να βρει πολλά στοιχεία και σημεία προβληματισμού, ευαισθησίας, ανησυχίας... Πολλά τα διλήμματα, πολλοί οι συλλογισμοί... Πάνω από όλα όμως αυτό που εισπράττει ο αναγνώστης είναι μια πολύ απαλή αίσθηση ανθρωπιάς και ευαισθησίας, ενώ η ανατροπή είναι διάχυτη σε όλο το βιβλίο», ανέφερε η κα Κόλλια.
Από την πλευρά του ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων Μάνος Κοντολέων, επεσήμανε πως: «Το να αποφασίζει κανείς τη φυγή και να πει ένα τελεσίδικο 'φεύγω', όχι με την έννοια της αποχώρησης από τη ζωή, αλλά φεύγω από αυτό που μέχρι τώρα με καταπίεζε και ξεκινώ κάτι καινούργιο, είναι κάτι που -αν καταφέρουμε να κρατάμε ζωντανό μέσα μας- μπορούμε να κερδίσουμε τη συνεχή νεότητα. Γιατί τι άλλο είναι η νεότητα από μια συνεχή αλλαγή. Συνεχή 'φευγιά', συνεχείς αλλαγές».

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Το "Φεύγω" στο Ηράκλειο Κρήτης



Μυθιστόρημα «Φεύγω» της Κώστιας Κοντολέων
                                                   Ηράκλειο Κρήτης 6/2/2012
Παρουσίαση: Γιάννης Φαρσάρης

Πιάνοντας για πρώτη φορά το βιβλίο στα χέρια μου, εντυπωσιάστηκα πραγματικά από το εξώφυλλο: Μια ντάμα κούπα που έχει πάρει φωτιά, μια γυναίκα που καίγεται και τυφλώνεται από το πάθος, σε μαύρο φόντο. Εντυπωσιάστηκα επίσης που μέσα στο βιβλίο ανακάλυψα έναν υπέροχο στίχο του πολύ αγαπημένου μου Λέοναρντ Κοέν: «Ένα πουλί παλάβωσε στη μέση της λίμνης».
Ολόκληρο το μυθιστόρημα αρθρώνεται γύρω από μια γυναίκα, που υποδύεται στη ζωή πολλούς διαφορετικούς ρόλους, ενίοτε αντιφατικούς μεταξύ τους: Αυτόν της υπάκουης κόρης και συζύγου και συνάμα αυτόν της χειραφετημένης, γεμάτης πάθη γυναίκας που επαναστατεί διεκδικώντας το δικαίωμα να ορίζει η ίδια το παρόν και το μέλλον της. Η Ρόζα, ένα ενδιαφέρον κράμα μιας σύγχρονης γυναίκας χειραγωγημένης και ταυτόχρονα ασυμβίβαστης, επιδίδεται σε ένα αέναο ταξίδι φυγής από το περιχαρακωμένο με δεσμεύσεις περιβάλλον της, επιζητώντας να κατακτήσει την αυτογνωσία και την εσωτερική της ελευθερία.
Η ηρωίδα είχε επιχειρήσει και κατά το παρελθόν να αποδράσει από τα δεσμά της καταπιεστικής οικογένειας, μέσα στην οποία ζούσε και να αποτινάξει από επάνω της τους περιορισμούς που επέβαλε ο κοινωνικός και ηθικός καθωσπρεπισμός. Την αποδέσμευσή της από τον καταπιεστικό κτητικό σύζυγό της, τον Φλάβιο, επιχειρεί να την πραγματοποιήσει μέσω της ιδιότυπης σχέσης που αναπτύσσει με το Νικόλα, ένα νεαρό με συγκεχυμένες σεξουαλικές προτιμήσεις, που της υπόσχεται ότι θα της χαρίσει την ανεμελιά των χρόνων της νιότης της. Και πάλι όμως η Ρόζα μένει ανικανοποίητη. Ο νεαρός δεν καταφέρνει να της χαρίσει την ευτυχία, καθώς ούτε η ίδια δεν μπορεί να προσδιορίσει τι είδους δέσιμο έχει μαζί του. Μοναδική διέξοδός της είναι και πάλι η φυγή. Από όλους και κυρίως από τον ίδιο της τον εαυτό, με τον οποίο δεν έχει καταφέρει να συμφιλιωθεί.
Η Ρόζα, μέσα στην ανάγκη της να κατακτήσει την αυτοεπίγνωση, έχει αποφασίσει να αφήσει στην άκρη όλα τα προσωπεία που με επιτυχία φόρεσε κατά το παρελθόν, επειδή φοβόταν, καθώς αυτά έκρυβαν τις όποιες ανασφάλειές της. Αναζητά με πάθος την ουσία του έρωτα, δοκιμάζει τις αντοχές της και υπερβαίνει τελικά τα προσωπικά της όρια, γεγονός που επιφέρει επιπτώσεις όχι μόνο στην ίδια, αλλά και στους ανθρώπους γύρω της.
Το μυθιστόρημα καταφέρνει να αγγίξει τις πιο βαθιές πτυχές της γυναικείας ψυχοσύνθεσης. Ισορροπώντας ευφυώς ανάμεσα στην αποστασιοποίηση της τριτοπρόσωπης αφήγησης και στη συναισθηματικά φορτισμένη αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, η συγγραφέας καταθέτει με πυκνό λόγο και απέριττο ύφος τις αποκαλυπτικές μαρτυρίες και τις βιωματικές φωνές του πόθου μιας γυναίκας, της οποίας η ζωή έχει φθάσει σε αδιέξοδο. Τα εξωτερικά σημάδια του χρόνου που έχει παρέλθει, είναι απλώς επιδερμικά μπροστά στην εσωτερική καταστροφή που έχει επιφέρει. Ο χρόνος δείχνει να έχει παραβιάσει το δικαίωμά της ηρωίδας να ζήσει αδέσμευτη, υπακούοντας στις δικές της και μόνο επιθυμίες. Μαζί με την εικόνα της που δείχνει να έχει χαθεί, η ηρωίδα χάνει και την εσωτερική της συνοχή, αυτήν ακριβώς που απαρτίζουν οι μνήμες και οι πόθοι της. Είναι η φυγή η μοναδική διέξοδος από τους φόβους, την ανασφάλεια και την καταπίεση, ή μήπως αποτελεί ένα άλλοθι προκειμένου να αποφύγει η Ρόζα νέες δεσμεύσεις; Μήπως η φυγή δεν είναι τίποτε άλλο, από μια προσωπική εμμονή; Θα καταφέρει τελικά η ηρωίδα να αποτινάξει τα ασφυκτικά δεσμά και να κατακτήσει, μέσα από το εσωτερικό της ταξίδι, την απόλυτη ελευθερία που ονειρεύεται; Αν ναι, μέσω ποιας οδού; Πόσο εφικτός είναι τελικά αυτός ο στόχος για έναν άνθρωπο που έτσι κι αλλιώς έχει πεπερασμένα όρια;
Ο αναγνώστης που παρακολουθεί με αγωνία τη βασανιστική διαδρομή της ηρωίδας προς την ελευθερία, βιώνει την κάθαρση όταν το ερωτικό συναίσθημα μεταστοιχειώνεται σε έργο τέχνης, διεκδικώντας έτσι μερίδιο στην αιωνιότητα. Κι όλα αυτά, την ώρα ακριβώς που η ίδια και ο σύζυγός της, βρίσκονται αντιμέτωποι με το αμετάκλητο τέλος. Η μεταβλητότητα του χρόνου, όπως έχει αποτυπωθεί μέσα από το μυθιστόρημα, παραβάλλεται στο τέλος του έργου με τη χρονική ακινησία, όπως αυτή συμπυκνώνεται στο έργο τέχνης και στη δύναμή του να επιζεί, χωρίς να υφίσταται φθορές, ανά τους αιώνες. Η Ρόζα επιχειρεί να ξεφύγει από την τέχνη, αποποιούμενη το ρόλο του μοντέλου του καλλιτέχνη - συζύγου της. Παρ’ όλα αυτά όμως, καταλήγει - και πάλι με την παρέμβαση του συζύγου της - στην τέλεια καλλιτεχνική δημιουργία, η οποία υπόσχεται ότι θα της παράσχει το δικαίωμα της αιώνιας αγέραστης ζωής, την ώρα ακριβώς που η ίδια της η ζωή φθάνει στο τέλος της. Η ζωή της ηρωίδας ανακυκλώνεται μέσω της τέχνης.
Άραγε μήπως η τέχνη είναι εκείνη που έχει την καθαρτική δύναμη να μας λυτρώνει από τα ψυχικά βάρη της καθημερινότητας, παρέχοντάς μας τη δυνατότητα να ολοκληρώσουμε τις ατελείς εμπειρίες της ζωής μας;
Κλείνοντας, θα ήθελα να σας διαβάσω τρεις γραμμές, που ξεχώρισα από το βιβλίο:
«Τον κοιτάζει, τον ακούει να λέει διάφορα, μα εκείνη ξαφνικά ξέρει – ναι, κάτι πιο σίγουρο από ένα απλό μάντεμα είναι –, ξέρει πως τα μόνα αντικείμενα που τελικά θα μπουν σ’ εκείνο το σπίτι, θα είναι ένα από τα υποψήφια κρεβάτια και κάποιες μικροσυσκευές μαζί με λίγα πιατικά και γυαλικά, πράγματα πρώτης ανάγκης. Για τις δύο πείνες του κορμιού…»
Σας ευχαριστώ.

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Συνέντευξη στο "www.Artmag.gr"

Η Κώστια Κοντολέων είναι μια δημιουργός με μακρά πορεία στα ελληνικά γράμματα, ως συγγραφέας και ως μεταφράστρια. Με πέντε βιβλία και αναρίθμητες μεταφράσεις στη λογοτεχνική της σκευή, διαθέτει αναμφίβολα μια χαρακτηριστική ματιά έναντι της σύγχρονης πραγματικότητας, συνθέτοντας έναν λόγο μεστό και άκρως ανεπιτήδευτο.

Τη συνέντευξη την πήρε η Ειρήνη Σπυριδάκη (11/11/20111)

- Η συγγραφή ως διαδικασία για εσάς είναι θέμα έμπνευσης ή ωραρίου; Γράφετε μόνο όταν μέσα σας υπερχειλίζει η ανάγκη ή ακολουθείτε πιστό καθημερινό πρόγραμμα;
Δεν είμαι από τους συγγραφείς που ακολουθούν πιστό καθημερινό πρόγραμμα. Ξέρω από την πρώτη κιόλας πρόταση αν είναι η καλή μου μέρα, αν η έμπνευση θα μου κάνει την τιμή να με επισκεφτεί ή θα το αναβάλλει γι' αργότερα. Θέλω να πω πως είμαι συγγραφέας που βασίζεται στην έμπνευση και το ένστικτο του.

- Ποια είναι η Ρόζα, η ηρωίδα του καινούργιου σας βιβλίου. Πως θα την περιγράφατε;
Η Ρόζα η κεντρική ηρωίδα του τελευταίου μυθιστορήματος μου, του ''Φεύγω'', είναι μια γυναίκα με πολλαπλά πρόσωπα, μια διχασμένη προσωπικότητα σε συνεχή σύγκρουση με τον εαυτό της και το περιβάλλον της που την καταπιέζει. Μπαινοβγαίνει με άνεση στους ρόλους που ηθελημένα παίζει εναλλάσσοντας την κατ' επίφαση συνετή και υπάκουη Ρόζα, με την άλλη Ρόζα την επαναστατημένη, την γεμάτη πάθη, αδιέξοδα και ανατροπές στη ζωή της. Που τολμά ν' αγγίζει τα όρια της, ν' αμφισβητεί πρόσωπα και καταστάσεις, να στήνει παιχνίδια στους άλλους αλλά και στην ίδια της τη ζωή. Μια γυναίκα που μέσα από την συνεχή τάση της για φυγή αναζητά να κατακτήσει την εσωτερική της ελευθερία.

- Στο τελευταίο σας μυθιστόρημα με τίτλο «Φεύγω» η κεντρική ηρωίδα επιδίδεται σε μια συνεχή προσπάθεια απόδρασης και διαφυγής. Θεωρείτε ότι άλλοι είναι εκείνοι που περιχαρακώνουν τις επιθυμίες μας ή μήπως εμείς ευθυνόμαστε για τα «τείχη» που εν αγνοία μας ορθώνουμε γύρω από τον εαυτό μας;
Φυσικά και υπάρχουν, και πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που θα προσπαθούν να περιχαρακώσουν τις επιθυμίες μας, τα πάθη μας. Όμως τα ''τείχη'' εμείς οι ίδιοι είμαστε που τα ορθώνουμε γύρω από τον εαυτό μας. Επιτρέψτε μου, όχι λόγω άγνοιας, αλλά συνειδητά τις περισσότερες φορές. Είναι ανάγκη να γκρεμίζουμε όσα στέκονται εμπόδιο στον δρόμο μας για να πετύχουμε την απόλυτη ελευθερία μας από τις όποιες κοινωνικές ή άλλες αγκυλώσεις μας, που πασχίζουν αενάως να φρενάρουν και εντέλει να εμποδίσουν τις όποιες προσπάθειες απόδρασης μας.

- Έχετε συστήσει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό δεκάδες μυθιστορήματα ξένων συγγραφέων μέσα από τις μεταφράσεις σας. Θεωρείτε ότι η μετάφραση είναι ένα έργο συνδημιουργίας ή συνιστά απλή μεταφορά νοημάτων και υφολογικών ιδιαιτεροτήτων του εκάστοτε συγγραφέα σε μια άλλη γλώσσα;
Η πολυετής μου ενασχόληση με την μετάφραση λογοτεχνίας ενηλίκων, αλλά και εφήβων και παιδιών παράλληλα με την συγγραφή με βοηθάει πραγματικά να καταλήξω στο συμπέρασμα, ότι η μετάφραση είναι ένα αντικείμενο με πολλές όψεις και με προεκτάσεις που οι εκτός χώρου δεν υποψιάζονται. Είναι φυσικό ο μεταφραστής ν' αντιμετωπίζει το προς μετάφραση κείμενο με όρους ''ιερού κειμένου'', πράγμα που ενέχει τον μεγάλο κίνδυνο να ολισθήσει προς μια κατά λέξη μετάφραση. Υπάρχουν δυο κατηγορίες μεταφραστών, εκείνοι που προσκολλώνται στο προς μετάφραση κείμενο και στο σημαίνον της γλώσσας, με βασικό στόχο τους να διατηρήσουν στην μετάφραση τους όσο πιο πολλά στοιχεία μπορούν από την γλώσσα πηγή. Και οι άλλοι, που δεν δίνουν σημασία στο σημαίνον ή στο σημαινόμενο, αλλά κυρίως στο νόημα και στην ''μυρωδιά'' του κειμένου που μεταφράζουν, προσφεύγοντας σε όλα τα εκφραστικά μέσα που η γλώσσα στόχος προσφέρει. Είμαι οπαδός της δεύτερης κατηγορίας, ανήκω κυρίως στους ''στοχολάτρες'' και ελάχιστα έως καθόλου στους ''πηγολάτρες''.

- Υπήρξατε για τέσσερα χρόνια υπεύθυνη του ένθετου για το βιβλίο σε μεγάλη αθηναϊκή εφημερίδα. Πόσο επίπονο είναι αλήθεια το έργο της παρουσίασης και πολύ περισσότερο της κριτικής των νέων εκδόσεων;
Πέρα από επίπονο είναι, και πρέπει να είναι, και απόλυτα ηθικό. Στα χρόνια που είχα την ευθύνη του ένθετου, προσπάθησα με θρησκευτική ευλάβεια να επικεντρωθώ στα βιβλία που άξιζαν πραγματικά να κάνουν την γνωριμία τους με τους εν δυνάμει αναγνώστες τους. Δεν υπέκυψα ποτέ στον πειρασμό, να προβάλω βιβλία φίλων και γνωστών, ή αυτά που απασχολούσαν την τρέχουσα ενημερότητα. Και ένοιωθα πραγματική χαρά κάθε φορά που ανακάλυπτα ένα διαμαντάκι ανάμεσα στον σωρό.

- Πώς κρίνετε το γεγονός ότι σε μια χώρα όπου εκδίδονται εκατοντάδες βιβλία ετησίως, ο Έλληνας εξακολουθεί να μην διαβάζει;
Είναι μια ερώτηση που μου κάνουν συχνά. Ωστόσο, ο λόγος είναι ολοφάνερος. Δεν έχουμε πειστεί ως Έλληνες πως η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού κειμένου μπορεί να μας βγάλει από την ένταση της καθημερινότητας, προσφέροντας μας πραγματική απόλαυση και ευφορία. Πόσο πιο ξεκούραστη θα ήταν μια διαδρομή σ' ένα τρένο, τραμ, μετρό, λεωφορείο, αν στην διάρκεια της αφηνόμαστε στην μαγεία των χάρτινων ηρώων, και τους ακολουθούσαμε στις ζωές τους, οι οποίες ενίοτε θα μπορούσαν να μοιάζουν με τις δικές μας ζωές.

- Τι είναι εκείνο που μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνική ανάγνωση στον άνθρωπο, ο οποίος βιώνει πολλαπλά αδιέξοδα σήμερα;
Η ρήση ''μ' ένα βιβλίο ξεχνιόμαστε'', είναι ολότελα λανθασμένη και αποπροσανατολιστική. Η λογοτεχνία δεν πρέπει να μας παραμυθιάζει, πρέπει να μας ανοίγει νέους ορίζοντες και ενίοτε να μας προτείνει λύσεις σε κάποια από τα προβλήματα μας. Έξοδο από τα πολλά και σύνθετα αδιέξοδα μας.

- Τι δανείζεται η λογοτεχνία από τη ζωή και πόσο διαφέρουν οι λογοτεχνικοί ήρωες από τους ανθρώπους της καθημερινότητας;
Νομίζω πως η λογοτεχνία είναι ο εκάστοτε καθρέφτης της εποχής της. Οι εμπειρίες του συγγραφέα, προσωπικές ή γενικότερες είναι αυτές που θα δώσουν υπόσταση στους ήρωες του, και θα χτίσουν σε γερά θεμέλια την ιστορία του. Γιατί τι άλλο είναι η λογοτεχνία από την απεικόνιση του εσωτερικού μας γίγνεσθαι, αλλά και της θεώρησης του κόσμου που μας περιβάλει. Ήρωες που ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα, αδυνατούν να πείσουν τον αναγνώστη και είναι καταδικασμένοι να έχουν την μοίρα του εφήμερου.

- Πιστεύετε ότι το μέλλον της λογοτεχνίας βρίσκεται στα ηλεκτρονικά βιβλία ή οι περισσότεροι αναγνώστες θα παραμείνουν εραστές του χαρτιού;
Οι σύγχρονες τεχνολογίες είναι σαρωτικές στην εποχή μας. Είναι αναπόφευκτο, λοιπόν, να επηρεάσουν ακόμη και τον χώρο του βιβλίου. Για τους νέους είναι, φυσικό, να είναι πιο ελκυστικό το ηλεκτρονικό βιβλίο. Ωστόσο, η αίσθηση του χαρτιού, η δυνατότητα να υπογραμμίσει κανείς μια φράση ή μια παράγραφο, να τσακίσει μια σελίδα για να επανέλθει σ' αυτήν αργότερα, δεν αντικαθίστανται με τίποτα.

- Προτείνετε σ' εμάς πέντε νέους συγγραφείς, οι οποίοι πιστεύετε ότι έχουν να προσφέρουν πολλά στα ελληνικά γράμματα.
Θανάσης Τριαρίδης – για την σκέψη του
Ασημένια Σαράφη – για την διεισδυτικότητα της
Ισίδωρος Ζουργός – για το λεξιλόγιο του
Κωστής Μακρής – για το χιούμορ του

Έγραψε για το "Φεύγω" ...

... η Άντα Κατσίκη - Γκίβαλου

Κώστια μου, είναι λίγες μέρες που τέλειωσα την ανάγνωση του βιβλίου σου
"Φεύγω". Με γοήτευσε πραγματικά. Δεν είναι μόνο το θέμα σύγχρονο, και
που απασχολεί πολλούς ανθρώπους, θα έλεγα ,περισσότερο, γυναίκες. Είναι
αξιοθαύμαστη,η διαγραφή των ανθρώπινων χαρακτήρων,πολύ ψυχολογημένη και
καθόλου επιφανειακή. Το θέμα διέτρεχε τον κίνδυνο να "κυλήσει" στο μελό.
Κατάφερες το εντελώς αντίθετο ,να το μετατρέψεις σε κείμενο που προκαλεί
το στοχασμό και την ενδοσκόπηση. Ο διπλός χαρακτήρας της  Ρόζας που
συγκρούεται διαρκώς  είναι το άλλο εύρημα που ολοκληρώνεται με τη διπλή
αφήγηση πρωτο πρόσωπη και  τριτοπρόσωπη που ενισχύει την πολυφωνία που
νομίζω πως θέλησες να υπάρχει στο κείμενό σου.
Θερμά συγχαρητήρια! Πάντα τέτοια!