Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Συνεχή 'φευγιά', συνεχείς αλλαγές


Κώστια Κοντολέων: “Χρειάζεται τόλμη για να πεις ‘φεύγω’ από αυτό που σε κάνει να ασφυκτιάς”
Δημοσιεύθηκε στις: 13-02-2012 στην εφημερίδα Χανιώτικα Νέα
'Είναι μεγάλη απόφαση να αφήσει κανείς το παρελθόν όταν ασφυκτιά μέσα σε αυτό και δεν μπορεί να το αλλάξει προς το καλύτερο', επεσήμανε η γνωστή μεταφράστρια και συγγραφέας Κώστια Κοντολέων, κατά την παρουσίαση του νέου της μυθιστορήματος 'Φεύγω' (εκδόσεις 'Ψυχογιός'), που πραγματοποιήθηκε στο βιβλιοχαρτοπωλείο 'Πελεκανάκη'.
Πρόκειται για ένα σύγχρονο βιβλίο, ένα ταξίδι «αυτεπίγνωσης», που ο μονολεκτικός τίτλος του υποδηλώνει την έξοδό της ηρωίδας από τη «φυλακή που έκτισε η ίδια γύρω από τον εαυτό της.
Οπως επεσήμανε η κα Κοντολέων στα «Χ.Ν.», οι περισσότεροι άνθρωποι κτίζουμε οι ίδιοι τις φυλακές, τα τείχη γύρω από τους εαυτούς μας, με υλικά που εξορύξαμε από τις δικές μας ψυχές, άλλοτε για να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες των άλλων κι άλλοτε γιατί παγιδευόμαστε σε μια ψευδαίσθηση που μας καταστρατηγεί και μας καταδυναστεύει. Ωσπου ο χρόνος, ο μεγάλος κριτής, έρχεται να μας αποκαλύψει την αλήθεια, όσο οδυνηρή κι αν είναι αυτή.
«Ο τίτλος του βιβλίου συμπυκνώνει όλη την ιστορία του μυθιστορήματος. Και αυτό το 'φεύγω' είναι πολυσήμαντο, διότι η ηρωίδα μπορεί να φεύγει γιατί έχει ελπίδα για κάτι άλλο ή ίσως μπορεί να ψάχνει τη δική της προσωπική ελευθερία», ανέφερε η γνωστή συγγραφέας, την οποία για το νέο της βιβλίο ενέπνευσε, όπως είπε, ένας θρύλος από κάποιο παλιό δημοτικό τραγούδι. «Το τέλος του μυθιστορήματος, που είναι μια μεγάλη ανατροπή, συμβολίζει το τέλος του θρύλου. Γι’ αυτό και θεωρώ πως πρόκειται για μια ερωτική ιστορία που τελικά γίνεται Τέχνη», σημείωσε.
«Οσο δύσκολο είναι να πούμε φεύγω, άλλο τόσο εύκολο είναι. Απλώς πρέπει να τολμήσει κανείς να το πει. Ολοι στήνουμε γύρω μας τείχη, περιχαρακωνόμαστε μέσα σε αυτά για να νοιώθουμε ασφαλείς. Κάποια στιγμή, όμως, ασφυκτιούμε και τότε θα πρέπει να γκρεμίσουμε τα τείχη αυτά. Κι αυτό δεν είναι φυγομαχία, αλλά η ύψιστη ενέργεια ελευθερίας. Γιατί είναι μεγάλη απόφαση να αφήσει κανείς το παρελθόν, όταν ασφυκτιά μέσα σε αυτό και δεν μπορεί να το αλλάξει προς το καλύτερο», υπογράμμισε η κα Κοντολέων.
Για το βιβλίο μίλησε η φιλόλογος Βίκυ Κόλλια, ενώ αποσπάσματα διάβασε ο γνωστός συγγραφέας παιδικών βιβλίων Μάνος Κοντολέων. «Το 'Φεύγω' είναι ένα βιβλίο σύγχρονο, ένα μυθιστόρημα ψυχής και νομίζω ότι καθένας μας είτε μικρός είτε μεγάλος μπορεί να βρει πολλά στοιχεία και σημεία προβληματισμού, ευαισθησίας, ανησυχίας... Πολλά τα διλήμματα, πολλοί οι συλλογισμοί... Πάνω από όλα όμως αυτό που εισπράττει ο αναγνώστης είναι μια πολύ απαλή αίσθηση ανθρωπιάς και ευαισθησίας, ενώ η ανατροπή είναι διάχυτη σε όλο το βιβλίο», ανέφερε η κα Κόλλια.
Από την πλευρά του ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων Μάνος Κοντολέων, επεσήμανε πως: «Το να αποφασίζει κανείς τη φυγή και να πει ένα τελεσίδικο 'φεύγω', όχι με την έννοια της αποχώρησης από τη ζωή, αλλά φεύγω από αυτό που μέχρι τώρα με καταπίεζε και ξεκινώ κάτι καινούργιο, είναι κάτι που -αν καταφέρουμε να κρατάμε ζωντανό μέσα μας- μπορούμε να κερδίσουμε τη συνεχή νεότητα. Γιατί τι άλλο είναι η νεότητα από μια συνεχή αλλαγή. Συνεχή 'φευγιά', συνεχείς αλλαγές».

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Το "Φεύγω" στο Ηράκλειο Κρήτης



Μυθιστόρημα «Φεύγω» της Κώστιας Κοντολέων
                                                   Ηράκλειο Κρήτης 6/2/2012
Παρουσίαση: Γιάννης Φαρσάρης

Πιάνοντας για πρώτη φορά το βιβλίο στα χέρια μου, εντυπωσιάστηκα πραγματικά από το εξώφυλλο: Μια ντάμα κούπα που έχει πάρει φωτιά, μια γυναίκα που καίγεται και τυφλώνεται από το πάθος, σε μαύρο φόντο. Εντυπωσιάστηκα επίσης που μέσα στο βιβλίο ανακάλυψα έναν υπέροχο στίχο του πολύ αγαπημένου μου Λέοναρντ Κοέν: «Ένα πουλί παλάβωσε στη μέση της λίμνης».
Ολόκληρο το μυθιστόρημα αρθρώνεται γύρω από μια γυναίκα, που υποδύεται στη ζωή πολλούς διαφορετικούς ρόλους, ενίοτε αντιφατικούς μεταξύ τους: Αυτόν της υπάκουης κόρης και συζύγου και συνάμα αυτόν της χειραφετημένης, γεμάτης πάθη γυναίκας που επαναστατεί διεκδικώντας το δικαίωμα να ορίζει η ίδια το παρόν και το μέλλον της. Η Ρόζα, ένα ενδιαφέρον κράμα μιας σύγχρονης γυναίκας χειραγωγημένης και ταυτόχρονα ασυμβίβαστης, επιδίδεται σε ένα αέναο ταξίδι φυγής από το περιχαρακωμένο με δεσμεύσεις περιβάλλον της, επιζητώντας να κατακτήσει την αυτογνωσία και την εσωτερική της ελευθερία.
Η ηρωίδα είχε επιχειρήσει και κατά το παρελθόν να αποδράσει από τα δεσμά της καταπιεστικής οικογένειας, μέσα στην οποία ζούσε και να αποτινάξει από επάνω της τους περιορισμούς που επέβαλε ο κοινωνικός και ηθικός καθωσπρεπισμός. Την αποδέσμευσή της από τον καταπιεστικό κτητικό σύζυγό της, τον Φλάβιο, επιχειρεί να την πραγματοποιήσει μέσω της ιδιότυπης σχέσης που αναπτύσσει με το Νικόλα, ένα νεαρό με συγκεχυμένες σεξουαλικές προτιμήσεις, που της υπόσχεται ότι θα της χαρίσει την ανεμελιά των χρόνων της νιότης της. Και πάλι όμως η Ρόζα μένει ανικανοποίητη. Ο νεαρός δεν καταφέρνει να της χαρίσει την ευτυχία, καθώς ούτε η ίδια δεν μπορεί να προσδιορίσει τι είδους δέσιμο έχει μαζί του. Μοναδική διέξοδός της είναι και πάλι η φυγή. Από όλους και κυρίως από τον ίδιο της τον εαυτό, με τον οποίο δεν έχει καταφέρει να συμφιλιωθεί.
Η Ρόζα, μέσα στην ανάγκη της να κατακτήσει την αυτοεπίγνωση, έχει αποφασίσει να αφήσει στην άκρη όλα τα προσωπεία που με επιτυχία φόρεσε κατά το παρελθόν, επειδή φοβόταν, καθώς αυτά έκρυβαν τις όποιες ανασφάλειές της. Αναζητά με πάθος την ουσία του έρωτα, δοκιμάζει τις αντοχές της και υπερβαίνει τελικά τα προσωπικά της όρια, γεγονός που επιφέρει επιπτώσεις όχι μόνο στην ίδια, αλλά και στους ανθρώπους γύρω της.
Το μυθιστόρημα καταφέρνει να αγγίξει τις πιο βαθιές πτυχές της γυναικείας ψυχοσύνθεσης. Ισορροπώντας ευφυώς ανάμεσα στην αποστασιοποίηση της τριτοπρόσωπης αφήγησης και στη συναισθηματικά φορτισμένη αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, η συγγραφέας καταθέτει με πυκνό λόγο και απέριττο ύφος τις αποκαλυπτικές μαρτυρίες και τις βιωματικές φωνές του πόθου μιας γυναίκας, της οποίας η ζωή έχει φθάσει σε αδιέξοδο. Τα εξωτερικά σημάδια του χρόνου που έχει παρέλθει, είναι απλώς επιδερμικά μπροστά στην εσωτερική καταστροφή που έχει επιφέρει. Ο χρόνος δείχνει να έχει παραβιάσει το δικαίωμά της ηρωίδας να ζήσει αδέσμευτη, υπακούοντας στις δικές της και μόνο επιθυμίες. Μαζί με την εικόνα της που δείχνει να έχει χαθεί, η ηρωίδα χάνει και την εσωτερική της συνοχή, αυτήν ακριβώς που απαρτίζουν οι μνήμες και οι πόθοι της. Είναι η φυγή η μοναδική διέξοδος από τους φόβους, την ανασφάλεια και την καταπίεση, ή μήπως αποτελεί ένα άλλοθι προκειμένου να αποφύγει η Ρόζα νέες δεσμεύσεις; Μήπως η φυγή δεν είναι τίποτε άλλο, από μια προσωπική εμμονή; Θα καταφέρει τελικά η ηρωίδα να αποτινάξει τα ασφυκτικά δεσμά και να κατακτήσει, μέσα από το εσωτερικό της ταξίδι, την απόλυτη ελευθερία που ονειρεύεται; Αν ναι, μέσω ποιας οδού; Πόσο εφικτός είναι τελικά αυτός ο στόχος για έναν άνθρωπο που έτσι κι αλλιώς έχει πεπερασμένα όρια;
Ο αναγνώστης που παρακολουθεί με αγωνία τη βασανιστική διαδρομή της ηρωίδας προς την ελευθερία, βιώνει την κάθαρση όταν το ερωτικό συναίσθημα μεταστοιχειώνεται σε έργο τέχνης, διεκδικώντας έτσι μερίδιο στην αιωνιότητα. Κι όλα αυτά, την ώρα ακριβώς που η ίδια και ο σύζυγός της, βρίσκονται αντιμέτωποι με το αμετάκλητο τέλος. Η μεταβλητότητα του χρόνου, όπως έχει αποτυπωθεί μέσα από το μυθιστόρημα, παραβάλλεται στο τέλος του έργου με τη χρονική ακινησία, όπως αυτή συμπυκνώνεται στο έργο τέχνης και στη δύναμή του να επιζεί, χωρίς να υφίσταται φθορές, ανά τους αιώνες. Η Ρόζα επιχειρεί να ξεφύγει από την τέχνη, αποποιούμενη το ρόλο του μοντέλου του καλλιτέχνη - συζύγου της. Παρ’ όλα αυτά όμως, καταλήγει - και πάλι με την παρέμβαση του συζύγου της - στην τέλεια καλλιτεχνική δημιουργία, η οποία υπόσχεται ότι θα της παράσχει το δικαίωμα της αιώνιας αγέραστης ζωής, την ώρα ακριβώς που η ίδια της η ζωή φθάνει στο τέλος της. Η ζωή της ηρωίδας ανακυκλώνεται μέσω της τέχνης.
Άραγε μήπως η τέχνη είναι εκείνη που έχει την καθαρτική δύναμη να μας λυτρώνει από τα ψυχικά βάρη της καθημερινότητας, παρέχοντάς μας τη δυνατότητα να ολοκληρώσουμε τις ατελείς εμπειρίες της ζωής μας;
Κλείνοντας, θα ήθελα να σας διαβάσω τρεις γραμμές, που ξεχώρισα από το βιβλίο:
«Τον κοιτάζει, τον ακούει να λέει διάφορα, μα εκείνη ξαφνικά ξέρει – ναι, κάτι πιο σίγουρο από ένα απλό μάντεμα είναι –, ξέρει πως τα μόνα αντικείμενα που τελικά θα μπουν σ’ εκείνο το σπίτι, θα είναι ένα από τα υποψήφια κρεβάτια και κάποιες μικροσυσκευές μαζί με λίγα πιατικά και γυαλικά, πράγματα πρώτης ανάγκης. Για τις δύο πείνες του κορμιού…»
Σας ευχαριστώ.