Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Έγραψε για το "Φεύγω"...

...η Μάρω Κερασιώτη

Φεύγω.
Ρήμα σε χρόνο ενεστώτα ίσως και σε μέλλοντα διαρκείας. Παίζεται.
«Φεύγω» τώρα, αύριο, του χρόνου, φεύγω συνεχώς, γενικώς και αορίστως. Φεύγω  σε χρόνο μυστικό, από τώρα μέχρι τότε, πάντα μέχρι να κλείσω πίσω μου μια πόρτα, μια σχέση, ή μια συμφωνία  και να πραγματοποιήσω  τελικά την πράξη που δηλώνει το ρήμα: να φύγω.
Τότε, μια και το ρήμα αποδίδει μια πρόθεση όσο και μια πράξη, μπορεί να πάω στο περίπτερο για τσιγάρα, στη λαϊκή για μαϊντανό, να πάω στη δουλειά, στη διασκέδαση, στο καθήκον, την αγγαρεία, στο διάβολο αν κάποιος με έχει στείλει και θέλω να τον ευχαριστήσω πραγματοποιώντας την ευχή του.
Φεύγω.
Με την ανεμελιά που συνοδεύει τη φυγή για την αγορά της καθημερινής εφημερίδας, με την αγωνία που κρύβει η μετάβαση σε τόπους φορτισμένους: στη φυλακή, στο νοσοκομείο, στο νεκροταφείο. Με το καρδιοχτύπι στη σκέψη μιας ερωτικής συνεύρεσης, με την κούραση που δημιουργεί μια φθαρμένη σχέση, την απειλή που επικρέμεται, με το κενό που περιμένει.
Φεύγω.
Όταν τίποτα δε με δένει με αυτό που προϋποθέτει το παραπάνω ρήμα, μια και  για να φύγω πρέπει να έχω έρθει: στη ζωή, στο σπίτι, στη δουλειά, στην χαρά ή στη λύπη, στο κουτί της Πανδώρας που πάντοτε μας περιμένει στο γύρισμα της στιγμής έτοιμο να μας φιλοδωρήσει με την έκπληξη που μπορεί μεν να μας  σώσει από την πλήξη με άγνωστο τίμημα δε.
Φεύγω.
Ένα ρήμα  ίσα φορτισμένο με θετική κι αρνητική ενέργεια,
που το εκφέρουμε «μετά λόγου γνώσεως» όταν η πόρτα ανοίγει για να σηματοδοτήσει  μια οριστική αναχώρηση, αδιάφορα για μια ολιγόλεπτη φυγή, όμως, πάντα μια απόφαση.
Φεύγω.

Τι γίνεται όταν το «φεύγω» είναι διακαής αλλά ανεκπλήρωτη επιθυμία; Τι γίνεται όταν δεν υπάρχει πόρτα να περάσεις, τραίνο να απομακρυνθείς, αεροπλάνο να πετάξεις; Όταν δεν υπάρχει τόπος και χρόνος εκκίνησης, τόπος και χρόνος άφιξης, όταν θέλουμε να φύγουμε μόνο και μόνο για να μην είμαστε εδώ, σε ένα εδώ που μας μειώνει και μας πνίγει, που γιγαντώνει τα μειονεκτήματα  κι εξουδετερώνει τα προτερήματα; Όταν η φυγή γίνεται έμμονη ιδέα και μας υποχρεώνει να βλέπουμε την πραγματικότητα μέσα από φίλτρα δακρύων, απογοήτευσης, κατάθλιψης; Τι γίνεται όταν η φυγή ξεκινάει με  έκρηξη  αλλά χωρίς στόχο; Σαν αφυπνισμένο ηφαίστειο, σαν φελλός από κουνημένο μπουκάλι σαμπάνιας, σαν σφαίρα από παιδικό πιστόλι, σα λέξη που την ξεστομίζεις απερίσκεπτα και παγώνει οριστικά στο σχήμα «ΦΕΥΓΩ»;
Φεύγω.
Τι γίνεται  όταν ζητάς το ανέφικτο, όταν πρέπει να φύγεις απ’ τον εαυτό σου;

Η ηρωϊδα της Κώστιας Κοντολέων η άτολμη, τυφλή και μοιραία γωνία ενός ερωτικού τριγώνου «φεύγει» για 177 σελίδες. Φεύγει αποφασισμένη-και πάντα αναποφάσιστη- εγκλωβισμένη στο σχήμα που η ίδια έχει δημιουργήσει, φεύγει σε απόπειρες με ημερομηνία λήξεως που δεν οδηγούν πουθενά. Χτυπάει και χτυπιέται, πληγώνει και πληγώνεται χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες σε μια ηλικία που θα έπρεπε να έχει αποδεχτεί , και να έχει αγαπήσει, τον εαυτό της, τον μόνο από τον οποίο-θα έπρεπε να ξέρει ότι- δεν μπορεί να ξε-φύγει. Σε μια ηλικία που ονομάζεται λανθασμένα «ώριμη», αφού η ωριμότητα δεν είναι θέμα χρόνου αλλά νοητικών διεργασιών που δεν ολοκληρώνονται πάντοτε, θέλει να φύγει απ’ αυτά που γνωρίζει και κατέχει με προορισμό αυτά που αγνοεί και ονειρεύεται, γι’ αυτά που ο κι ο πιο ανυποψίαστος αναγνώστης ξέρει ότι δεν υπάρχουν.
Το τέλος της ιστορίας και η λύση για το μπερδεμένο κουβάρι που αποτελούν οι ήρωες  της ιστορίας είναι η απόλυτη καταστροφή, το μόνο «φεύγω» που μπορεί να βάλει τέλος σε κάποια τραγικά διλήμματα: Το φεύγω που έχει προορισμό  την κόλαση ή τον Παράδεισο που ο καθένας έχει μέσα του την ώρα της  οριστικής αναχώρησης.

2 σχόλια: