Η Κώστια Κοντολέων
μιλά ‘εκ βαθέων’ για τη συλλογή διηγημάτων της
«Σιγανά, σιγανά πατώ τη γη»
Εκδόσεις Έναστρον
Αυτοί που μνημονεύουν κι αυτοί που μνημονεύονται είναι οι
ζωντανοί, είπα και βάλθηκα να εξιστορήσω τα πάθη των προγόνων των Μικρασιατών
κι έφτασα ως τα σήμερα, και βγήκαν τα στοιχειά και ζητούσαν το δικό τους
μερίδιο από το κισμέτ των ανθρώπων, από το ξεριζωμό και την νοσταλγία τους, για
τις πατρίδες που άφησαν πίσω τους, για κείνες που πρόσμεναν να ριζώσουν.
Χώθηκα στις
ατομικές ιστορίες ανθρώπων που έζησαν κάποτε ανάμεσα σε αγαπημένα πρόσωπα, που
είχαν όνειρα κι ελπίδες, που φλέγονταν από πάθη και οράματα, ως τη στιγμή που η
λαίλαπα του πολέμου ήρθε και τους σάρωσε.
Προσπάθησα να τις ανασυνθέσω «με λογισμό και μ’ όνειρο» και να τους
ξαναδώσω, με το ζωογόνο φιλί της τέχνης, την αληθινή ή την αληθοφανή τους
υπόσταση. Έπλασα τους χαρακτήρες των
ηρώων μου και τους άφησα να ζήσουν ή να χαθούν με το δικό τους τρόπο, με το
δικό τους πεπρωμένο.
Μέσα σ’ αυτό το
κλίμα και μ’ έναν ολότελα προσωπικό και ιδιόμορφο τρόπο, γράφτηκαν οι έντεκα
ιστορίες του βιβλίου μου «Σιγανά, σιγανά πατώ τη γη», που από τον τίτλο ακόμη
προϊδεάζει τον αναγνώστη για μια απόπειρα μετάβασης από την φαντασίωση στο
γήινο, σε μια γλώσσα που ταιριάζει στα παραμύθια, γιατί πιστεύω πως ένα από τα
ουσιαστικότερα στοιχεία που μας κληροδότησαν οι Μικρασιάτες είναι η αξία και η
διαχρονικότητα του μύθου.
Κυρίαρχα θέματα
όπως ο ξεριζωμός, η νοσταλγία, ο τρόμος, όσα φοβερά είδαν τα μάτια τους, τα
πάθη τους και ο Νόστος, υπήρξαν η αστείρευτη πηγή της έμπνευσης μου. Ιστορίες ανθρώπινες, γεμάτες αναμνήσεις και
αισθήματα, έρωτες και θλίψη, απώλειες μέχρι το θάνατο, διατρέχουν τα τοπία της
ανθρώπινης περιπέτειας, για να ανασύρουν αβρά και διακριτικά όχι τον αχό της
μάχης και τις κραυγές νικητών και ηττημένων, αλλά τον λυγμικό ψίθυρο των απλών
εκείνων ανθρώπων, με τις ακόμα πιο απλές ιστορίες, τις σχεδόν καθημερινές, για
να συλλέξουν τα δάκρυα της αμετάκλητης απουσίας, για να αποτυπώσουν στη μνήμη
τα πικρά χαμόγελα των χαμένων ελπίδων.
Μορφές, χώροι και
καταστάσεις διαπλέκονται, χάνουν το σταθερό, λογικό περίγραμμα τους και περνάνε
στο χώρο του παραμυθιού, του παλιού εκείνου παραμυθιού που δεν τέλειωνε ποτέ,
γιατί το καθένα άρχιζε από εκεί που τέλειωνε το προηγούμενο. Περνάνε στο χώρο του τραγουδιού, του
μακρόσυρτου, λυπητερού, ανατολίτικου τραγουδιού, που δένεται κόμπος στο λαιμό.
Προσπάθησα ο
αναγνώστης μου να έχει έντονη την εντύπωση της ζωντανής επαφής με τους ήρωες,
που λίγο πολύ αυτός τους οικειοποιείται.
Θα ήθελα να αισθάνεται την αναπνοή τους δίπλα του, καθώς «σιγανά σιγανά»
περνούν μέσα στην δική του πραγματικότητα με βήματα αθόρυβα, σιωπηλά αλλά
σταθερά. Εξαντλώντας από έναν ολόκληρο
θησαυρό συναισθημάτων με πρωταρχικό εκείνο της νοσταλγίας του παλιού, της
πατρίδας που χάθηκε αλλά μένει στη μνήμη σαν παραμύθι με νεράιδες και στοιχειά,
η μυθοπλασία γίνεται συνώνυμη της αλήθειας, ένα συστατικό της ίδιας της ζωής,
όπου δεν χρειάζεται τίποτε να επιβεβαιωθεί για να γίνει πιστευτό. Οι άνθρωποι πάντα θα έχουν την ανάγκη να
πιστεύουν σε νεραϊδογεννημένους, όταν
γίνονται αιχμάλωτοι μιας μοίρας που φαίνεται απίστευτη, αιχμάλωτοι μιας τέχνης
που κεντά τις συμφορές τους-και από ένα σημείο και μετά δεν έχει σημασία σε
ποιον ανήκουν αυτές. Σ’ όλα τα κείμενα
πρωταγωνιστούν γυναίκες που βιώνουν το πάθος-τον έρωτα, τη μητρότητα, την
προσφυγιά, την αρρώστια, την ελπίδα-που βιώνουν το πάθος με μια διάθεση
μεταφυσική και όμως απόλυτα γήινη. Μια
μικρασιάτικη, κατά την άποψη μου, διάθεση.
Ποιας υφής δυναμισμό διαθέτει το μικρασιατικό στοιχείο ώστε να μπορεί να
επιζεί μέσα στα χρόνια και να αντέχει κοινωνικές και πολιτιστικές αλλαγές;
Μέσα από το
συγκεκριμένο βιβλίο προσπάθησα να δώσω μια απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα. Είναι μια άποψη που στέκεται στη μαγεία, στο
όνειρο, στο κέφι και στο δυναμισμό που κρύβανε μέσα τους οι γυναίκες που είχαν
την τύχη να γνωρίσουν ως γενέθλιο τόπο κάποιο μικρασιατικό παράλιο.