Γράφει ο Δημήτρης Στεφανάκης
Η επέκταση της συντομίας υπήρξε ανέκαθεν ο κρυφός πόθος όλων
των διηγηματογράφων, όπερ σημαίνει ότι σε κάθε συλλογή διηγημάτων θα πρέπει
κανείς να αναζητά πάντα το συνδετικό στοιχείο που επεκτείνει την αφηγηματική
τους δυναμική.
Οι έντεκα ιστορίες που πλέκει η Κώστια Κοντολέων υπό την
πολυσημία του τίτλου Σιγανά, σιγανά πατώ τη γη παραπέμπουν σε κόσμο επινοημένο
εξαρχής αλλά και σ' ένα διηνεκές παραμύθι που οι απαρχές του χάνονται στα
αφηγηματικά βάθη της Ανατολής.
Υπάρχει ένας κοινός αφηγητής που τις αναρίθμητες
μεταμορφώσεις του διαβάζουμε στις μικρές αυτές ιστορίες. Οι φαινομενικά
ανεξήγητες δρασκελιές του σε μια αφηγηματική επικράτεια που δεν ορίζεται από
την συγγραφέα, στοχεύουν κυρίως στην ανάγκη των ανθρώπων να συνθέτουν μύθους
προεκτείνοντας στο άπειρο την πραγματικότητα.
Οι αφηγήσεις της Κοντολέων ικανοποιούν την ανάγκη μας να
συμμετέχουμε στο μυστήριο της μυθοπλασίας ακολουθώντας τις αντανακλάσεις της.
Διαβάζοντας τις έντεκα αυτές νησίδες μία προς μία επιστρέφουμε στον κυκλοτερή
κόσμο των παραμυθιών, στις «χίλιες και μία νύχτες» που κρύβουμε μέσα μας. Οι
πολυσύλλαβοι τίτλοι και οι ήρωες-ξωτικά μας κατακλύζουν, μας συνεπαίρνουν,
σχεδόν μας αποπλανούν. Η πρώτη ανάγνωση δημιουργεί ένα στρώμα εντυπώσεων που
σαρώνει η δεύτερη. Η εξίσωση του θανάτου με τον έρωτα είναι μια γνώριμη
συνήθεια για την Κοντολέων. Η συγγραφέας παρουσιάζει τις ιστορίες της με
πολυπρισματικό τρόπο σαν να θέλει εκ των προτέρων να ταυτιστεί με τον εκάστοτε
αναγνώστη. Στο τέλος βέβαια αφήνει το στίγμα της δικής της εκδοχής όπως το
άρωμα που αφήνεται σκόπιμα σ' ένα ερωτικό γράμμα.
Είτε ως έκφανση μαγικού ρεαλισμού είτε ως παραλήρημα που
ξορκίζει το μύθο, η Κοντολέων αποδεικνύει πως το διήγημα είναι πρώτου βαθμού
συγγενής με το παραμύθι. Ξεχωρίζω τη Ραχήλ, τη λουτράρισσα που φιγουράρει ως η
βεντέτα του βιβλίου στο εξώφυλλο αλλά αφουγκράζομαι ευχάριστα την εξαερωμένη
παρουσία της Αυρόχαρης ή της Μάγιας-Κλαυδίας.
Με αυτά και μ' αυτά η Κοντολέων εισηγείται ένα κόσμο
γιγαντωμένης δράσης, κόσμο καλειδοσκοπικό. Δεν αφηγείται απλώς, μας προσκαλεί
να ολοκληρώσουμε τις ιστορίες της μέσα από την ανάγνωση, να διασταυρώσουμε τους
μύθους και τα πρόσωπα, να βγούμε έξω από την ασφάλεια του αναγνώστη-κριτή, και
να μετεωριστούμε στο ανησυχαστικό σύμπαν των αμφιβολιών που γεννά πάντα η
λογοτεχνία.
Αντιπαραβάλλοντας την αναγνωστική μου εμπειρία με εκείνη των
κριτικών που προλογίζουν το βιβλίο, δεν ξέρω αν πρόκειται απλά για αιρετικούς
έρωτες «ένθεων όντων», που μας καθηλώνουν «με τη δύναμη που έχει το ξόρκι» και
μας μεταφέρουν «από τον υπερφυσικό κόσμο των θρύλων της Ανατολής στο κλειστό
σύμπαν της γραφής». Προσωπικά θα δανειζόμουν απλά τον τίτλο του πρώτου
διηγήματος και θα χαρακτήριζα το όλο εγχείρημα ως «κέντημα στη θάλασσα του
εξωπραγματικού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου